πυραυλάκατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυραυλάκατος | οι | πυραυλάκατοι (πυραυλάκατες) |
| γενική | της | πυραυλακάτου | των | πυραυλακάτων |
| αιτιατική | την | πυραυλάκατο | τις | πυραυλακάτους (πυραυλάκατες) |
| κλητική | πυραυλάκατε (πυραυλάκατο) | πυραυλάκατοι (πυραυλάκατες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυραυλάκατος < πύραυλ(ος) + άκατος
Ουσιαστικό
πυραυλάκατος θηλυκό
- (ναυτικός όρος) τύπος πολεμικού πλοίου μάχης, ελαφρύ ταχύπλοο, με κύριο οπλισμό πυραύλους που βάλλει από ειδική εγκατάσταση που φέρει στο κατάστρωμα.
Μεταφράσεις
πυραυλάκατος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.