άβαφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άβαφος | η | άβαφη | το | άβαφο |
| γενική | του | άβαφου | της | άβαφης | του | άβαφου |
| αιτιατική | τον | άβαφο | την | άβαφη | το | άβαφο |
| κλητική | άβαφε | άβαφη | άβαφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άβαφοι | οι | άβαφες | τα | άβαφα |
| γενική | των | άβαφων | των | άβαφων | των | άβαφων |
| αιτιατική | τους | άβαφους | τις | άβαφες | τα | άβαφα |
| κλητική | άβαφοι | άβαφες | άβαφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
άβαφος -η -ο
- που δε βάφτηκε, ο μη βαμμένος
- αυτός ο τοίχος έμεινε άβαφος
- που δε φτιασιδώθηκε, ο μη μακιγιαρισμένος.
- μερικές γυναίκες είναι πιο ωραίες όταν είναι άβαφες
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.