αμπογιάντιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμπογιάντιστος η αμπογιάντιστη το αμπογιάντιστο
      γενική του αμπογιάντιστου της αμπογιάντιστης του αμπογιάντιστου
    αιτιατική τον αμπογιάντιστο την αμπογιάντιστη το αμπογιάντιστο
     κλητική αμπογιάντιστε αμπογιάντιστη αμπογιάντιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμπογιάντιστοι οι αμπογιάντιστες τα αμπογιάντιστα
      γενική των αμπογιάντιστων των αμπογιάντιστων των αμπογιάντιστων
    αιτιατική τους αμπογιάντιστους τις αμπογιάντιστες τα αμπογιάντιστα
     κλητική αμπογιάντιστοι αμπογιάντιστες αμπογιάντιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμπογιάντιστος < α- στερητικό + μπογιατίζω / μπογιαντίζω

Επίθετο

αμπογιάντιστος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.