make-up

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
make-up make-ups

Ουσιαστικό

make-up (en)

  • (κοσμετολογία, βρετανικά αγγλικά) το μακιγιάζ, το καλλυντικό
    She is a twelve-year-old girl, but she has already started putting on make-up.
    Είναι κορίτσι δώδεκα χρόνων, έχει αρχίσει όμως κιόλας να μακιγιάρεται.
    Actors put on make-up before appearing on stage.
    Μακιγιάρονται οι ηθοποιοί πριν εμφανιστούν στη σκηνή.
    She left her face and nails without make-up most of the time.
    Άφησε το πρόσωπο και τα νύχια της άβαφα τον περισσότερο καιρό.
     συνώνυμα: cosmetic

  • make-up στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές

για την αμερικανική ή βρετανική γραφή:

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.