ψυχρός πόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψυχρός πόλεμος | οι | ψυχροί πόλεμοι |
| γενική | του | ψυχρού πολέμου | των | ψυχρών πολέμων |
| αιτιατική | τον | ψυχρό πόλεμο | τους | ψυχρούς πολέμους |
| κλητική | ψυχρέ πόλεμε | ψυχροί πόλεμοι | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψυχρός πόλεμος → δείτε τις λέξεις ψυχρός και πόλεμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Cold War
Πολυλεκτικός όρος
ψυχρός πόλεμος αρσενικό
- (ιστορία, πολιτική) ιστορική περίοδος γεωπολιτικού, ιδεολογικού και οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ των δυο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
- (κατ’ επέκταση) κάθε άλλη ανάλογη περίπτωση
Μεταφράσεις
ψυχρός πόλεμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.