υπερδύναμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερδύναμη | οι | υπερδυνάμεις |
| γενική | της | υπερδύναμης* | των | υπερδυνάμεων |
| αιτιατική | την | υπερδύναμη | τις | υπερδυνάμεις |
| κλητική | υπερδύναμη | υπερδυνάμεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερδυνάμεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υπερδύναμη θηλυκό
- κράτος με εξαιρετικά μεγάλη πολεμική ή οικονομική ισχύ
- (κόμικς) δύναμη χαρακτήρων (ηρώων) κόμικς που ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνάμεις (υπερήρωες)
Μεταφράσεις
υπερδύναμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.