Χιονάτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χιονάτη οι Χιονάτες
      γενική της Χιονάτης
    αιτιατική τη Χιονάτη τις Χιονάτες
     κλητική Χιονάτη Χιονάτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
H Χιονάτη

Ετυμολογία

Χιονάτη < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Schneewittchen ή από τη γαλλική Blanche-Neige [1] του παραμυθιού του 1812 των Αδερφών Γκριμ

Προφορά

ΔΦΑ : /çoˈna.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χιονάτη
ομόηχα: χιονάτη, χιονάτοι

Κύριο όνομα

Χιονάτη θηλυκό

  • (παραμύθι) το θηλυκό κύριο πρόσωπο στο παραμύθι η Χιονάτη και οι επτά νάνοι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.