Χιονάτη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Χιονάτη | οι | Χιονάτες |
| γενική | της | Χιονάτης | — | |
| αιτιατική | τη | Χιονάτη | τις | Χιονάτες |
| κλητική | Χιονάτη | Χιονάτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

H Χιονάτη
Ετυμολογία
- Χιονάτη < σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Schneewittchen ή από τη γαλλική Blanche-Neige [1] του παραμυθιού του 1812 των Αδερφών Γκριμ
Προφορά
- ΔΦΑ : /çoˈna.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χιο‐νά‐τη
- ομόηχα: χιονάτη, χιονάτοι
Κύριο όνομα
Χιονάτη θηλυκό
- (παραμύθι) το θηλυκό κύριο πρόσωπο στο παραμύθι η Χιονάτη και οι επτά νάνοι
Μεταφράσεις
Χιονάτη
Αναφορές
- Χιονάτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.