μογγολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μογγολικός η μογγολική το μογγολικό
      γενική του μογγολικού της μογγολικής του μογγολικού
    αιτιατική τον μογγολικό τη μογγολική το μογγολικό
     κλητική μογγολικέ μογγολική μογγολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μογγολικοί οι μογγολικές τα μογγολικά
      γενική των μογγολικών των μογγολικών των μογγολικών
    αιτιατική τους μογγολικούς τις μογγολικές τα μογγολικά
     κλητική μογγολικοί μογγολικές μογγολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μογγολικός < Μογγολία + -ικός

Επίθετο

μογγολικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη Μογγολία ή τους Μογγόλους
  2. σχετικός με το μογγολισμό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.