Νέων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Νέων οἱ Νέωνες
      γενική τοῦ Νέωνος τῶν Νεώνων
      δοτική τῷ Νέων τοῖς Νέωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Νέων τοὺς Νέωνᾰς
     κλητική ! Νέων Νέωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Νέωνε
γεν-δοτ τοῖν  Νεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νέων < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Νέων αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.