Βουτζάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Βουτζάς | οι | Βουτζάδες |
| γενική | του | Βουτζά | των | Βουτζάδων |
| αιτιατική | τον | Βουτζά | τους | Βουτζάδες |
| κλητική | Βουτζά | Βουτζάδες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βουτζάς < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /vuˈd͡zas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βου‐τζάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.