Λάρισα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λάρισα οι Λάρισες
      γενική της Λάρισας
& Λαρίσης
των (Λαρισών)
    αιτιατική τη Λάρισα τις Λάρισες
     κλητική Λάρισα Λάρισες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λάρισα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Λάρισα < (φρούριο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈla.ɾi.sa/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λάρισα

Κύριο όνομα

Λάρισα θηλυκό

  1. πόλη της Θεσσαλίας, στον ομώνυμο νομό
  2. ονομασία πολλών πόλεων

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Λᾱρῑσα-
ονομαστική Λάρισ αἱ Λάρισαι
      γενική τῆς Λαρίσης τῶν Λαρισῶν
      δοτική τῇ Λαρίσ ταῖς Λαρίσαις
    αιτιατική τὴν Λάρισᾰν τὰς Λαρίσᾱς
     κλητική ! Λάρισ Λάρισαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λαρίσ
γεν-δοτ τοῖν  Λαρίσαιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λάρισα < (άμεσο δάνειο) προελληνική (φρούριο)

Κύριο όνομα

Λάρισα, -ης

  1. πόλη της Θεσσαλίας
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 841
  2. ονομασία πολλών πόλεων ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.