Λαρισαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαρισαίος οι Λαρισαίοι
      γενική του Λαρισαίου των Λαρισαίων
    αιτιατική τον Λαρισαίο τους Λαρισαίους
     κλητική Λαρισαίε Λαρισαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λαρισαίος < Λάρισ(α) + -αίος

Κύριο όνομα

Λαρισαίος αρσενικό (θηλυκό Λαρισαία)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.