Καναδάς

Η σημαία του Καναδά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Καναδάς
      γενική του Καναδά
    αιτιατική τον Καναδά
     κλητική Καναδά
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση του Καναδά στην υφήλιο

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.naˈðas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καναδάς

Ετυμολογία 1

Καναδάς < (άμεσο δάνειο) γαλλική Canada < ιροκουά kanata (χωριό, οικισμός)[1]

Κύριο όνομα

Καναδάς αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Καναδάς < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Καναδάς αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.