Καναδάς

Η σημαία του Καναδά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καναδάς | ||
| γενική | του | Καναδά | ||
| αιτιατική | τον | Καναδά | ||
| κλητική | Καναδά | |||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η θέση του Καναδά στην υφήλιο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.naˈðas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐να‐δάς
Κύριο όνομα
Καναδάς αρσενικό, μόνο στον ενικό
- κράτος της Βόρειας Αμερικής με πρωτεύουσα την Οττάβα, επίσημες γλώσσες τα αγγλικά και τα γαλλικά και νόμισμα το δολάριο Καναδά
-
Καναδάς στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Καναδάς
Ετυμολογία 2
- Καναδάς < → λείπει η ετυμολογία
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.