Καναδέζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καναδέζος | οι | Καναδέζοι |
| γενική | του | Καναδέζου | των | Καναδέζων |
| αιτιατική | τον | Καναδέζο | τους | Καναδέζους |
| κλητική | Καναδέζε | Καναδέζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καναδέζος < ιταλική canad(ese) + -έζος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.naˈðe.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐να‐δέ‐ζος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Καναδέζος
|
Αναφορές
- καναδέζικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.