Καναδέζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καναδέζα | οι | Καναδέζες |
| γενική | της | Καναδέζας | — | |
| αιτιατική | την | Καναδέζα | τις | Καναδέζες |
| κλητική | Καναδέζα | Καναδέζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καναδέζα < Καναδέζ(ος) + -α (-έζα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.naˈðe.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐να‐δέ‐ζα
Κύριο όνομα
Καναδέζα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.