Αφρική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αφρική οι Αφρικές
      γενική της Αφρικής των Αφρικών
    αιτιατική την Αφρική τις Αφρικές
     κλητική Αφρική Αφρικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση της Αφρικής στην υφήλιο

Ετυμολογία

Αφρική < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἀφρική < λατινική Africa < Afer (ο κάτοικος της Καρχηδόνας)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fɾiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αφρική

Κύριο όνομα

Αφρική θηλυκό

  1. το όνομα μιας από τις έξι ηπείρους
  2. μικρές Αφρικές, μη αφρικανικές χώρες ή πόλεις με πολλούς Αφρικανούς στην καταγωγή κατοίκους

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.