Αυστραλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αυστραλός | οι | Αυστραλοί |
| γενική | του | Αυστραλού | των | Αυστραλών |
| αιτιατική | τον | Αυστραλό | τους | Αυστραλούς |
| κλητική | Αυστραλέ | Αυστραλοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αυστραλός < Αυστραλ(ία) + -ός (μαρτυρείται από το 1894)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /af.stɾaˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐στρα‐λός
Κύριο όνομα
Αυστραλός αρσενικό (θηλυκό Αυστραλή ή Αυστραλίδα)
- (εθνικό όνομα) που κατάγεται από την Αυστραλία ή έχει αυστραλιανή υπηκοότητα
- ※ Για παράδειγμα, οι λευκοί, αγγλόφωνοι Αυστραλοί που κατάγονται από Άγγλους συχνά χαρακτηρίζονται ως «αληθινοί Αυστραλοί», «Aussies» ή απλά ως «Αυστραλοί». Σε αντίθεση με αυτή την κατηγορία υπάρχει μια άλλη κατηγορία Αυστραλών, που είναι γνωστοί ως «εθνοτικοί Αυστραλοί» ή πιο επίσημα ως «νέοι Αυστραλοί» «Αυστραλοί μη αγγλικής καταγωγής».
- Loring M. Danforth (μετάφραση Αναστασία Γκότοβου), Κατανοώντας και διδάσκοντας την ανθρώπινη διαφορετικότητα, 1998, σελ. 15.
- ※ Για παράδειγμα, οι λευκοί, αγγλόφωνοι Αυστραλοί που κατάγονται από Άγγλους συχνά χαρακτηρίζονται ως «αληθινοί Αυστραλοί», «Aussies» ή απλά ως «Αυστραλοί». Σε αντίθεση με αυτή την κατηγορία υπάρχει μια άλλη κατηγορία Αυστραλών, που είναι γνωστοί ως «εθνοτικοί Αυστραλοί» ή πιο επίσημα ως «νέοι Αυστραλοί» «Αυστραλοί μη αγγλικής καταγωγής».
Μεταφράσεις
Αυστραλός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.