Αυστραλέζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αυστραλέζος οι Αυστραλέζοι
      γενική του Αυστραλέζου των Αυστραλέζων
    αιτιατική τον Αυστραλέζο τους Αυστραλέζους
     κλητική Αυστραλέζε Αυστραλέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αυστραλέζος < Αυστραλ(ία) + -έζος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /af.stɾaˈle.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυστραλέζος

Κύριο όνομα

Αυστραλέζος αρσενικό (θηλυκό Αυστραλέζα)

  • (εθνικό όνομα, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του Αυστραλός

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αυστραλέζος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.