Αλεξάνδρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλεξάνδρα οι Αλεξάνδρες
      γενική της Αλεξάνδρας
    αιτιατική την Αλεξάνδρα τις Αλεξάνδρες
     κλητική Αλεξάνδρα Αλεξάνδρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αλεξάνδρα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ἀλεξάνδρα < αρχαία ελληνική Ἀλέξανδρος < ἀλέξανδρος < ἀλέξω (αποκρούω, διώχνω, αμύνομαι) + ἀνήρ (άνδρας)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.leˈksan.ðɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλεξάνδρα

Κύριο όνομα

Αλεξάνδρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.