ἀλέξω
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ρήμα
ἀλέξω τινί τι και ἀλεξέω και ἀλέκω
- ἀλέξειν τούτοις κακόν
- (μέσο) ἀλέξομαι: αμύνομαι ( μέλλων, επίσης ἀλέξομαι, οπότε η δάκριση στηρίζεται στα συμφραζόμενα)
- ἀλέξομαι: ανταμείβω, ανταποδίδω τα ίσα, αντιγυρίζω
Συγγενικά
- Ἀλέξανδρος
- ἀλεξητὴρ
- ἀλεξητήριος
- ἀλεξιβέλεμνος
- ἀλέξημα
- ἀλκή
- Ἀρκεσίλαος
Συνώνυμα
- ἄλκω
- ἀλέκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.