Αλγερινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αλγερινός οι Αλγερινοί
      γενική του Αλγερινού των Αλγερινών
    αιτιατική τον Αλγερινό τους Αλγερινούς
     κλητική Αλγερινέ Αλγερινοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αλγερινός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου αλγερινός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /al.ʝe.ɾiˈnos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλγερινός

Κύριο όνομα

Αλγερινός αρσενικό (θηλυκό Αλγερινή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.