Αλγερίνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αλγερίνος οι Αλγερίνοι
      γενική του Αλγερίνου των Αλγερίνων
    αιτιατική τον Αλγερίνο τους Αλγερίνους
     κλητική Αλγερίνε Αλγερίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αλγερίνος < λόγια επίδραση στο Αλτζερίνος με τροπή του ⟨τζ < g⟩ σε γάμα[1] < ιταλική algerino[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /al.ʝeˈɾi.nos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλγερίνος

Κύριο όνομα

Αλγερίνος αρσενικό (θηλυκό Αλγερίνα)

  • (εθνικό όνομα, οικείο) άλλη γραφή του Αλγερινός
      Ὁ καπουντὰν πασὰς ποὺ ξεθάρεψε ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ ἦρθαν σὲ βοήθεια του οἱ Μπαρμπαρίνοι θέλησε νὰ βάλη σ’ ἐνέργεια τὸ «τρακάρισμα» (ἐμβολή). Μὲ τὴν πλώρη του νὰ χτυπάη τὰ ἑλληνικὰ καράβια στὰ πλάγια. Ἔτσι θὰ κατάφερνε νὰ τὰ βουλιάξη ἢ νὰ ζυγώση τόσο ὥστε οἱ πηδηχτάδες ἀπ’ τὸ τσοῦρμο του νὰ κάνανε ρεσάλτο καὶ νὰ βρίσκονταν πάνω στὸ ἑλληνικὸ καράβι. Τὸ ἴδιο εἶχαν σκοπὸ νὰ κάνουν κι’ οἱ Ἀλγερίνοι. (Τάκης Λάππας, Ο θαλασσομάχος του Αιγαίου, Αθήνα: Ατλαντίς, 1961, σσ. 124-125)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη Αλγερία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.