talea

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

talea < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂l- (αναπτύσσω)

Ουσιαστικό

tālĕa, -ae (la) θηλυκό

  1. ραβδί, πάσσαλος
  2. (βοτανική) βλαστός

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική talea taleae
γενική taleae taleārum
δοτική taleae taleīs
αιτιατική taleam taleās
κλητική talea taleae
αφαιρετική taleā taleīs
(α' κλίση)

Παράγωγα

Απόγονοι

talea (λατινικά)

παλαιά γαλλικά
μέση γαλλική: taille
αγγλικά: taille
γαλλικά: taille
μέση αγγλική talie
αγγλικά: tally

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.