stile

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
stile stiles

Ουσιαστικό

stile (en)

  1. (κτηνοτροφία) σκάλα σε φράχτη που εμποδίζει το πέρασμα συγκεκριμένων ζώων (πχ κτηνοτροφίας), αλλά επιτρέπει την διέλευση ανθρώπων
  2. ξυλόσκαλα διέλευσης ατόμων και εγκλεισμού ζώων κτηνοτροφίας

  • stile στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.