puzzle

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpʌz.əl/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
puzzle puzzles

puzzle (en)

  1. κάτι που είναι δύσκολο να καταλάβουμε
  2. το παζλ
  3. το αίνιγμα
  4. (αρχαϊκό) που έχει φτιαχτεί με έξοχη ικανότητα, μια τέλεια κατασκευή
  5. η αμηχανία

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας puzzle
γ΄ ενικό ενεστώτα puzzles
αόριστος puzzled
παθητική μετοχή puzzled
ενεργητική μετοχή puzzling

puzzle (en)

  • (μεταβατικό) μπερδεύω, προβληματίζω, βάζω κάποιον σε απορία, κάνω κάποιον να αισθάνεται μπερδεμένος επειδή δεν καταλαβαίνει κάτι
    He is not puzzled easily.
    Δεν μπερδεύεται εύκολα.
    What really puzzles me is…
    Εκείνο που με προβληματίζει είναι…
    This question puzzled me.
    Αυτό το θέμα μ' έβαλε σ' απορία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη confuse

Παράγωγα

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
puzzle puzzles

puzzle (fr) αρσενικό



Εσπεράντο (eo)

Ουσιαστικό

puzzle (eo)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.