παζλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παζλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική puzzle

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpazl/

Ουσιαστικό

Ένα παζλ

παζλ ουδέτερο άκλιτο

  1. επιτραπέζιο παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης πρέπει να ταιριάζει κομματάκια για να δημιουργήσει μια πλήρη εικόνα
  2. (μεταφορικά) δύσκολο πρόβλημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.