παζλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παζλ < (άμεσο δάνειο) αγγλική puzzle
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpazl/
Ουσιαστικό

Ένα παζλ
παζλ ουδέτερο άκλιτο
- επιτραπέζιο παιχνίδι στο οποίο ο παίκτης πρέπει να ταιριάζει κομματάκια για να δημιουργήσει μια πλήρη εικόνα
- (μεταφορικά) δύσκολο πρόβλημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.