προβληματίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προβληματίζω < μεσαιωνική ελληνική προβληματίζομαι < αρχαία ελληνική πρόβλημα

Ρήμα

προβληματίζω (παθητική φωνή: προβληματίζομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.