χιονοδρομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιονοδρομικός η χιονοδρομική το χιονοδρομικό
      γενική του χιονοδρομικού της χιονοδρομικής του χιονοδρομικού
    αιτιατική τον χιονοδρομικό τη χιονοδρομική το χιονοδρομικό
     κλητική χιονοδρομικέ χιονοδρομική χιονοδρομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιονοδρομικοί οι χιονοδρομικές τα χιονοδρομικά
      γενική των χιονοδρομικών των χιονοδρομικών των χιονοδρομικών
    αιτιατική τους χιονοδρομικούς τις χιονοδρομικές τα χιονοδρομικά
     κλητική χιονοδρομικοί χιονοδρομικές χιονοδρομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χιονοδρομικός < χιονοδρόμ(ος) + -ικός [1]

Επίθετο

χιονοδρομικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.