είτε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- είτε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική εἴτε < εἰ + τε
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εί‐τε
Σύνδεσμος
είτε
- διαχωριστικός ή διαζευκτικός σύνδεσμος. Συμβάλλει (συνήθως επαναλαμβανόμενος: είτε ... είτε ...) στον διαχωρισμό ή τη διάζευξη αντίθετων στοιχείων που διακρίνονται από μια ισοδυναμία
- ※ Ούτ’ έρραφτε τα χαρτονομίσματα, όπως άλλοι συντεχνίτες του, στα κουρέλια των φορεμάτων, στα μπαλώματα του βρακιού είτε στις λόξες της φουστανέλλας του. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, Γ)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.