sui

Ιταλικά (it)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό suo sui
θηλυκό sua sue

sui (it)


Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

sui sui (la)

  1. προσωπική αντωνυμία
  2. κτητική αντωνυμία
    1. γενική ενικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του suus
    2. ονομαστική πληθυντικού, αρσενικού γένους του suus


Κλίση

Προσωπική Αντωνυμία
ενικός
πτώση α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστική ego tu -
γενική mei tui sui
δοτική mihi tibi sibi
αιτιατική me te se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) me (a) te (a) se
πτώση πληθυντικός
ονομαστική nos vos -
γενική nostri & nostrum vestri & vestrum sui
δοτική nobis vobis sibi
αιτιατική nos vos se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) nobis (a) vobis (a) se



Ρουμανικά (ro)

Ρήμα

sui (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.