vestrum

Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

vestrum

  1. προσωπική αντωνυμία
  2. κτητική αντωνυμία
    1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του vester λείπει η μετάφραση
    2. ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του vester

Κλίση

Προσωπική Αντωνυμία
ενικός
πτώση α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστική ego tu -
γενική mei tui sui
δοτική mihi tibi sibi
αιτιατική me te se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) me (a) te (a) se
πτώση πληθυντικός
ονομαστική nos vos -
γενική nostri & nostrum vestri & vestrum sui
δοτική nobis vobis sibi
αιτιατική nos vos se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) nobis (a) vobis (a) se
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.