making

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

making < (κληρονομημένο) μέση αγγλική making < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική macung

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmeɪkɪŋ/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
making makings

making (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο τρόπος κατασκευής, η φτιαξιά
  2. (ιδιωματισμός, μόνο πληθυντικός) η στόφα, τα ουσιώδη χαρακτηριστικά, έχω τα προσόντα που είναι απαραίτητα για να γίνω κάτι
    He has the makings of a politician.
    Έχει στόφα πολιτικού.
    the makings of a leader - τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός ηγέτη
     συνώνυμα: stuff

Ρηματικός τύπος

making (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.