ουσιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουσιώδης | η | ουσιώδης | το | ουσιώδες |
| γενική | του | ουσιώδους | της | ουσιώδους | του | ουσιώδους |
| αιτιατική | τον | ουσιώδη | την | ουσιώδη | το | ουσιώδες |
| κλητική | ουσιώδη(ς) | ουσιώδης | ουσιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουσιώδεις | οι | ουσιώδεις | τα | ουσιώδη |
| γενική | των | ουσιωδών | των | ουσιωδών | των | ουσιωδών |
| αιτιατική | τους | ουσιώδεις | τις | ουσιώδεις | τα | ουσιώδη |
| κλητική | ουσιώδεις | ουσιώδεις | ουσιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ουσιώδης < (ελληνιστική κοινή) οὐσιώδης < αρχαία ελληνική οὐσία
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.