φτιαξιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτιαξιά οι φτιαξιές
      γενική της φτιαξιάς των φτιαξιών
    αιτιατική τη φτιαξιά τις φτιαξιές
     κλητική φτιαξιά φτιαξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτιαξιά < φτιάξιμο

Ουσιαστικό

φτιαξιά θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η κατασκευή
  2. ο σωματότυπος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.