host

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία 1

host < με απώτερη αρχή από τη λατινική hospes (οικοδεσπότης)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
host hosts

host (en) αρσενικό (θηλυκό hostess)

  1. ο οικοδεσπότης
  2. ο διοργανωτής μιας εκδήλωσης
  3. (βιολογία) ο ξενιστής
  4. (δίκτυο υπολογιστών) ξένιος υπολογιστής [1]
      On a network, your computer is referred to as a host. [2]
    Σε ένα δίκτυο, ο υπολογιστής σας αναφέρεται ως ξένιος.
     συνώνυμα: (στο internet) end system [3]
    υπερώνυμο: node
    υπώνυμα: server, terminal node, client, host (ξενιστής), data terminal equipment
     δείτε τις λέξεις hostname και localhost
  5. (δίκτυο υπολογιστών) ξενιστής υπολογιστής [1]
  6. (δίκτυο υπολογιστών) υπολογιστής ή πρόγραμμα που παρέχει υπηρεσίες

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας host
γ΄ ενικό ενεστώτα hosts
αόριστος hosted
παθητική μετοχή hosted
ενεργητική μετοχή hosting

host (en)

  1. φιλοξενώ, είμαι οικοδεσπότης
  2. διοργανώνω μια εκδήλωση

Σύνθετα

Ετυμολογία 2

      ενικός         πληθυντικός  
host hosts
host < με απώτερη αρχή από τη λατινική hostis (αλλοδαπός εχθρός)

Ουσιαστικό

host (en)

  1. εσμός
  2. πληθώρα, πλειάδα

Εκφράσεις

  • amongst a host of (something): μέσα σε πλήθος/πληθώρα από (κάτι)
  • a (whole) host of something/people/things

Αναφορές

  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) Your computer has an IP address. Did you know it has a name?, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2018-08-30. Προσπέλαση 2020-08-04.
  3. (αγγλικά) What is the difference between a host and an end system?. Πρόσβαση 2020-04-23



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

host (cs) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.