node

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

node (en)

  1. κόμβος
  2. τοπολογία
  3. μικρός όζος
  4. (πληροφορική) κόμβος υπερκειμένου [1]
  5. (δίκτυο υπολογιστών) κόμβος, υπολογιστής ή δικτυακή συσκευή (μεταγωγέας, δρομολογητής, κλπ)
    υπώνυμο: communication node ή network device, host

  • node στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. 11.1.2 Κόμβοι και σύνδεσμοι, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.