μουσαφίρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουσαφίρης οι μουσαφίρηδες
& μουσαφιραίοι
      γενική του μουσαφίρη των μουσαφίρηδων
& μουσαφιραίων
    αιτιατική τον μουσαφίρη τους μουσαφίρηδες
& μουσαφιραίους
     κλητική μουσαφίρη μουσαφίρηδες
& μουσαφιραίοι
Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουσαφίρης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική مسافر (‎müsâfir) (τουρκική misafir) < αραβική مُسَافِر (musāfir, ταξιδιώτης)

Ουσιαστικό

μουσαφίρης αρσενικό

  1. ο φιλοξενούμενος
      Έχω από χτες βράδυ μουσαφίρισσα την ξαδερφούλα μου. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  2. ο επισκέπτης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.