οικοδεσπότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οικοδεσπότης οι οικοδεσπότες
      γενική του οικοδεσπότη των οικοδεσποτών
    αιτιατική τον οικοδεσπότη τους οικοδεσπότες
     κλητική οικοδεσπότη οικοδεσπότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοδεσπότης < (ελληνιστική κοινή) οἰκοδεσπότης < οἶκος + δεσπότης

Ουσιαστικό

οικοδεσπότης αρσενικό (θηλυκό: οικοδέσποινα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.