hosting
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈhoʊstɪŋ/ (αμερικανικό)
- ΔΦΑ : /ˈhəʊstɪŋ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| hosting | hostings |
hosting (en)
- (πληροφορική) η υπηρεσία που φιλοξενεί και συντηρεί τα υπολογιστικά συστήματα των πελατών της
- ↪ hosting provider, ο πάροχος υπηρεσίας φιλοξενίας
Υπώνυμα
- collocation
-
hosting στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.