διοργανωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διοργανωτής οι διοργανωτές
      γενική του διοργανωτή των διοργανωτών
    αιτιατική τον διοργανωτή τους διοργανωτές
     κλητική διοργανωτή διοργανωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διοργανωτής < διοργανώνω + -τής

Ουσιαστικό

διοργανωτής αρσενικό (θηλυκό διοργανώτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.