fossa

Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

fossa (it)

  1. λάκκος, χαντάκι
  2. τάφος
  3. (ανατομία) κοιλότητα του ρινικού βόθρου

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

fossa < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

fossa (la) θηλυκό

  1. χαντάκι, αυλάκι, όρυγμα
  2. αμυντική τάφρος έξω από τα τείχη της πόλης ή του κάστρου
  3. κρυψώνας
  4. λάκκος στο έδαφος που λειτουργεί ως παγίδα
  5. τάφος
  6. όριο, σύνορο
  7. ορυχείο, λατομείο

Συγγενικά

  • fossale
  • fossare
  • fossarius
  • fossata
  • fossataria
  • fossatarius
  • fossatio
  • fossator
  • fossatorius
  • fossatum
  • fossatura
  • fossatus
  • fosseia
  • fossicius
  • fossicula
  • fossio
  • fossis
  • fosso
  • fossor
  • fossula
  • fossura

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.