λατομείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λατομείο τα λατομεία
      γενική του λατομείου των λατομείων
    αιτιατική το λατομείο τα λατομεία
     κλητική λατομείο λατομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα λατομείο

Ετυμολογία

λατομείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λατομεῖον[1] < λατομέω < λατόμος < αρχαία ελληνική λᾶας + τέμνω

Προφορά

ΔΦΑ : /la.toˈmi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λατομείο

Ουσιαστικό

λατομείο ουδέτερο

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.