fire up
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | fire up |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | fires up |
| αόριστος | fired up |
| παθητική μετοχή | fired up |
| ενεργητική μετοχή | firing up |
Ρήμα
fire up (en)
- (μεταβατικό) ανάβω φωτιά, προκαλώ ανάφλεξη
- (μεταβατικό, πληροφορική, ανεπίσημο) εκτελώ («τρέχω») πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, εκκινώ τη λειτουργία (ενεργοποιώ, «ανοίγω») ηλεκτρονικό υπολογιστή
- (μεταβατικό) δίνω ενέργεια, διεγείρω, πυροδοτώ, ενθουσιάζω, προκαλώ κάτι να γίνει
- (αμετάβατο, παρωχημένο) εξανίσταμαι, εξοργίζομαι, γίνομαι μπουρλότο (από θυμό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.