ανάφλεξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάφλεξη οι αναφλέξεις
      γενική της ανάφλεξης* των αναφλέξεων
    αιτιατική την ανάφλεξη τις αναφλέξεις
     κλητική ανάφλεξη αναφλέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναφλέξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάφλεξη < αναφλέγω

Ουσιαστικό

ανάφλεξη θηλυκό

  1. η αιφνίδια μετάδοση φλόγας
  2. η εκδήλωση φωτιάς
  3. (μηχανολογία): η παραγωγή ηλεκτρικού σπινθήρα σε κύλινδρο κινητήρα από τον αναφλεκτήρα, ή σπινθηριστή, ή το κοινώς λεγόμενο μπουζί, μέσω του συστήματος ανάφλεξης

Συνώνυμα

  • έναυση

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.