ανάφλεξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάφλεξη | οι | αναφλέξεις |
| γενική | της | ανάφλεξης* | των | αναφλέξεων |
| αιτιατική | την | ανάφλεξη | τις | αναφλέξεις |
| κλητική | ανάφλεξη | αναφλέξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναφλέξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάφλεξη < αναφλέγω
Ουσιαστικό
ανάφλεξη θηλυκό
- η αιφνίδια μετάδοση φλόγας
- η εκδήλωση φωτιάς
- (μηχανολογία): η παραγωγή ηλεκτρικού σπινθήρα σε κύλινδρο κινητήρα από τον αναφλεκτήρα, ή σπινθηριστή, ή το κοινώς λεγόμενο μπουζί, μέσω του συστήματος ανάφλεξης
Συνώνυμα
- έναυση
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.