ενεργοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ενεργοποιώ
- θέτω σε ενέργεια πρόσωπα ή υπηρεσίες,
- θέτω σε λειτουργία μηχανές ή συσκευές
- καθιστώ ενεργή μια δυνατότητα ή μια διαδικασία
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.