es

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

es: ρηματικός τύπος < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική es

Ρηματικός τύπος

es (fr)



Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Αντωνυμία

es (de) ουδέτερο

Κλίση

Προσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία
α' πρόσωποβ' πρόσωπογ' πρόσωπο
ενικός
αρσενικόθηλυκόουδέτεροαυτοπαθής
ονομαστικήichduersiees
γενικήmeinerdeinerseinerihrerseiner
δοτικήmirdirihmihrihmsich
αιτιατικήmichdichihnsieessich
πληθυντικός
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτεροένδειξη ευγένειαςαυτοπαθής
ονομαστικήwirihrsieSie
γενικήunsereuerihrerIhrer
δοτικήunseuchihnenIhnensich
αιτιατικήunseuchsieSiesich



Ινδονησιακά (id)

Ουσιαστικό

es (id)



Λετονικά (lv)

Αντωνυμία

es (lv)



Μαλαϊκά (ms)

Ουσιαστικό

es (ms)



Μέση γαλλική (frm)

Ετυμολογία 1

es < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική es (εσύ είσαι).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε συγχώνευση en + {{l|les|

Πρόθεση

es (fr)

Ετυμολογία 2

es: ρηματικός τύπος < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική es

Ρηματικός τύπος

es (fr)

Αναφορές

  1. es - DMF, Dictionnaire du Moyen Français (1330-1500) [Λεξικό της μέσης γαλλικής], CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ετυμολογία 1

es < συγχώνευση en + les [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μέση γαλλική: es γαλλικά: ès

Πρόθεση

es (fr)

Ετυμολογία 2

es: ρηματικός τύπος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μέση γαλλική: es γαλλικά: es

Ρηματικός τύπος

es (fr)

Αναφορές

  1. es - DMF, Dictionnaire du Moyen Français (1330-1500) [Λεξικό της μέσης γαλλικής], CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.