sie
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
Αντωνυμία
sie (de)
- προσωπική αντωνυμία, γ' πρόσωπο, ονομαστική του ενικού του θηλυκού γένους: αυτή & τη
- προσωπική αντωνυμία, γ' πρόσωπο, αιτιατική του ενικού του θηλυκού γένους: αυτή(ν) & τη(ν)
- προσωπική αντωνυμία, γ' πρόσωπο, ονομαστική του πληθυντικού: αυτοί & τοι, αυτές & τες, αυτά & τα
- προσωπική αντωνυμία, γ' πρόσωπο, αιτιατική του πληθυντικού: αυτούς & τους, αυτές & τες/τις, αυτά & τα
Κλίση
| Προσωπικές αντωνυμίες και αυτοπαθής αντωνυμία | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | ||||
| ενικός | ||||||
| αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αυτοπαθής | |||
| ονομαστική | ich | du | er | sie | es | |
| γενική | meiner | deiner | seiner | ihrer | seiner | |
| δοτική | mir | dir | ihm | ihr | ihm | sich |
| αιτιατική | mich | dich | ihn | sie | es | sich |
| πληθυντικός | ||||||
| αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο | ένδειξη ευγένειας | αυτοπαθής | ||||
| ονομαστική | wir | ihr | sie | Sie | ||
| γενική | unser | euer | ihrer | Ihrer | ||
| δοτική | uns | euch | ihnen | Ihnen | sich | |
| αιτιατική | uns | euch | sie | Sie | sich | |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.