phylum
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- phylum < αρχαία ελληνική φῦλον
Ουσιαστικό
phylum (en)
- (βιολογία) φύλο ή συνομοταξία (ταξινομική κατηγορία για τα ζώα, μία βαθμίδα κάτω από το βασίλειο)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.