λίγκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λίγκα οι λίγκες
      γενική της λίγκας
    αιτιατική τη λίγκα τις λίγκες
     κλητική λίγκα λίγκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λίγκα < ιταλική lega[1] < παλαιά ιταλική liga[1] < λατινική ligo (δένω)[1]

Ουσιαστικό

λίγκα θηλυκό

  1. ένωση ή συνασπισμός ατόμων / ομάδων / χωρών για κοινούς σκοπούς ή συμφέροντα
  2. (αθλητισμός) ένωση αθλητικών ομάδων που μετέχουν σε κοινό πρωτάθλημα και αγωνίζονται μεταξύ τους

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.