λίγκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λίγκα | οι | λίγκες |
| γενική | της | λίγκας | — | |
| αιτιατική | τη | λίγκα | τις | λίγκες |
| κλητική | λίγκα | λίγκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λίγκα θηλυκό
- ένωση ή συνασπισμός ατόμων / ομάδων / χωρών για κοινούς σκοπούς ή συμφέροντα
- (αθλητισμός) ένωση αθλητικών ομάδων που μετέχουν σε κοινό πρωτάθλημα και αγωνίζονται μεταξύ τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.