μεραρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεραρχία οι μεραρχίες
      γενική της μεραρχίας των μεραρχιών
    αιτιατική τη μεραρχία τις μεραρχίες
     κλητική μεραρχία μεραρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεραρχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεραρχία (δύο χιλιαρχίες)[1] < μεράρχ(ης) + -ία (μέρος + άρχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ɾaɾˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεραρχία

Ουσιαστικό

μεραρχία θηλυκό

Συγγενικά

Υπώνυμα

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.